Αρπακτικός στα πορτογαλικά
Μετάφραση: αρπακτικός, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
raptorial
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: αρπακτικός
αρπακτικός λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, αρπακτικός στα πορτογαλικά
Μεταφράσεις
- αρπάζω στα πορτογαλικά - prende dor, aprisionar, serpente, captura, tomar, pegar, prisão, ...
- αρπαγή στα πορτογαλικά - apreensão, convulsão, confisco, captura, a apreensão
- αρπακτικότητα στα πορτογαλικά - rapacidade, voracidade, ganância, rapacity, avidez
- αρραβώνες στα πορτογαλικά - guerrilhar, compromisso, participação, noivado, engajamento, acoplamento, envolvimento
Τυχαίες λέξεις
Αρπακτικός στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: raptorial
Μεταφράσεις: raptorial