Απόκτημα στα πορτογαλικά

Μετάφραση: απόκτημα, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
aquisição, presa, ascensão, de aquisição, aquisição de, a aquisição, compra
Απόκτημα στα πορτογαλικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: απόκτημα

απόκτημα λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, απόκτημα στα πορτογαλικά

Μεταφράσεις

  • απόκρυφος στα πορτογαλικά - ocasional, ocultar, arcano, recôndito, recôndita, recondite, recônditos, ...
  • απόκρυψη στα πορτογαλικά - tampa, capa, cobertura, dissimulação, encobrimento, esconderijo, ocultação, ...
  • απόκτηση στα πορτογαλικά - aquisição, presa, de aquisição, aquisição de, a aquisição, compra
  • απόλαυση στα πορτογαλικά - delícia, prazer, deleite, alegria, delírio
Τυχαίες λέξεις
Απόκτημα στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: aquisição, presa, ascensão, de aquisição, aquisição de, a aquisição, compra