Απελευθερώνω στα πορτογαλικά
Μετάφραση: απελευθερώνω, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
emancipar, emanar, libertar, liberar, libertar a, libertar o, libertá
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: απελευθερώνω
απελευθερώνω συνώνυμα, απελευθερώνω μετάφραση, απελευθερώνω λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, απελευθερώνω στα πορτογαλικά
Μεταφράσεις
- απειρία στα πορτογαλικά - inexperiência, a inexperiência, inexperience, imperícia, falta de experiência
- απελαύνω στα πορτογαλικά - expelir, despovoar, deportar, expedição, expulsar, expulsá, expulsar os
- απελπισμένος στα πορτογαλικά - maligno, funesto, desesperado, desespero, desesperar, sem esperança, incorrigível, ...
- απενεργοποιώ στα πορτογαλικά - incapacitar, desativar, desativar o, desabilitar, desactivar
Τυχαίες λέξεις
Απελευθερώνω στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: emancipar, emanar, libertar, liberar, libertar a, libertar o, libertá
Μεταφράσεις: emancipar, emanar, libertar, liberar, libertar a, libertar o, libertá