Ανοιχτοχέρης στα πορτογαλικά

Μετάφραση: ανοιχτοχέρης, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
generoso, liberal, geração, desapegado, de mão aberta, mão aberta, com a mão aberta
Ανοιχτοχέρης στα πορτογαλικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ανοιχτοχέρης

ανοιχτοχέρης συνώνυμα, ανοιχτοχέρησ συνώνυμο, ανοιχτοχέρης λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, ανοιχτοχέρης στα πορτογαλικά

Μεταφράσεις

  • ανοικτός στα πορτογαλικά - aberto, na, em, no, abrir, aberta, abertos, ...
  • ανοιχτά στα πορτογαλικά - abertamente, abertura, aberta, publicamente, forma aberta, abertamente a
  • ανοιχτός στα πορτογαλικά - em, abrir, no, na, aberto, aberta, abertos, ...
  • ανοξείδωτος στα πορτογαλικά - inoxidável, inox, inoxidáveis, inoxidável de, aço inoxidável
Τυχαίες λέξεις
Ανοιχτοχέρης στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: generoso, liberal, geração, desapegado, de mão aberta, mão aberta, com a mão aberta