Αμφιλεγόμενος στα πολωνικά
Μετάφραση: αμφιλεγόμενος, Λεξικό: ελληνικά » πολωνικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
polemiczny, kontrowersyjny, sporny, dyskusyjny, kontrowersyjne, kontrowersyjna, kontrowersje, kontrowersyjną
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: αμφιλεγόμενος
αμφιλεγόμενος βικιλεξικο, αμφιλεγόμενος προταση, αμφιλεγόμενος συνώνυμα, αμφιλεγόμενος λεξικο, αμφιλεγόμενος προτασεις, αμφιλεγόμενος λεξικό γλώσσας πολωνικά, αμφιλεγόμενος στα πολωνικά
Μεταφράσεις
- αμφιβολία στα πολωνικά - wątpić, niepewność, zwątpić, zwątpienie, powątpiewanie, wątpliwość, powątpiewać, ...
- αμφιθέατρο στα πολωνικά - amfiteatr, amfiteatru, amphitheater, amphitheatre
- αμφιρρέπω στα πολωνικά - wahać, chwiać, rozkraczyć się, stanąć rozkrakiem, usiąść rozkrakiem, straddle, bramowy
- αμφισβητήσιμος στα πολωνικά - dyskusyjny, kontrowersyjny, sporny, polemiczny, wątpliwy, wątpliwe, wątpliwa, ...
Τυχαίες λέξεις
Αμφιλεγόμενος στα πολωνικά - Λεξικό: ελληνικά » πολωνικά
Μεταφράσεις: polemiczny, kontrowersyjny, sporny, dyskusyjny, kontrowersyjne, kontrowersyjna, kontrowersje, kontrowersyjną
Μεταφράσεις: polemiczny, kontrowersyjny, sporny, dyskusyjny, kontrowersyjne, kontrowersyjna, kontrowersje, kontrowersyjną