Ωριμάζω στα ουκρανικά

Μετάφραση: ωριμάζω, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
зрілий, спілий, дозрілий, нагноєння, готовий, дозрівання, достиглий, зріла
Ωριμάζω στα ουκρανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ωριμάζω

ωριμάζω συνώνυμα, ωριμάζω ωρίμανση, ωριμάζω λεξικό γλώσσας ουκρανικά, ωριμάζω στα ουκρανικά

Μεταφράσεις

  • ωραίος στα ουκρανικά - елегантний, смачний, привабливий, витіюватий, цукерка, красивий, пишний, ...
  • ωριαίος στα ουκρανικά - погодинній, погодинною, щогодини, щогодинно, повсякчас
  • ωριμότητα στα ουκρανικά - зрілість, стиглість
  • ωρύομαι στα ουκρανικά - чалий, кричати, репетувати, горлати, орать
Τυχαίες λέξεις
Ωριμάζω στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: зрілий, спілий, дозрілий, нагноєння, готовий, дозрівання, достиглий, зріла