Κόμπος στα ουκρανικά
Μετάφραση: κόμπος, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
дуга, самостріл, підпорядковуватися, згинати, вузол
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: κόμπος
κόμπος στο λαιμό, κόμπος windsor, κόμπος albright, κόμπος γραβάτας, κόμπος στον οισοφάγο, κόμπος λεξικό γλώσσας ουκρανικά, κόμπος στα ουκρανικά
Μεταφράσεις
- κόμματος στα ουκρανικά - птиця, пташеня, вразити, уразити, пташка, волан, веселий, ...
- κόμμωση στα ουκρανικά - шапочка, зачіска, головний убір, головного убору, головной убор
- κόπανος στα ουκρανικά - ривок
- κόπος στα ουκρανικά - стомити, обплутувати, стомитися, турбота, турбуватися, утома, стомлювати, ...
Τυχαίες λέξεις
Κόμπος στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: дуга, самостріл, підпорядковуватися, згинати, вузол
Μεταφράσεις: дуга, самостріл, підпорядковуватися, згинати, вузол