Ανά στα ουκρανικά
Μετάφραση: ανά, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
під-в, к-о, з-по, зо, у-у, нині-за, в, за, через
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ανά
ανά τας ρύμας και τας αγυιάς, ανά τον κόσμο, νανά καραγιάννη ξεχάστε αυτή την εικόνα-δείτε το νέο της πρόσωπο, ανά πάσα στιγμή ζαζόπουλος, ανά πάσα στιγμή stixoi, ανά λεξικό γλώσσας ουκρανικά, ανά στα ουκρανικά
Μεταφράσεις
- αμύνομαι στα ουκρανικά - захищати, захищатися, відстояти, захистити, захистити себе, захиститися
- αν στα ουκρανικά - ж, якщо, чи, якби, коли
- ανάβαση στα ουκρανικά - сходження, піднесення, підіймання, крутизна
- ανάβω στα ουκρανικά - дитино, дитина, вихователь, зв'язок, розпалити, запалити
Τυχαίες λέξεις
Ανά στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: під-в, к-о, з-по, зо, у-у, нині-за, в, за, через
Μεταφράσεις: під-в, к-о, з-по, зо, у-у, нині-за, в, за, через