Πεπερασμένος στα ουγγρικά
Μετάφραση: πεπερασμένος, Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
elhatárolt, véges, a véges, véges kockázatú, végesek
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: πεπερασμένος
πεπερασμένος λεξικό, πεπερασμένος σημασια, πεπερασμένος αριθμός, πεπερασμένος ορισμός, πεπερασμένος χρόνος, πεπερασμένος λεξικό γλώσσας ουγγρικά, πεπερασμένος στα ουγγρικά
Μεταφράσεις
- πεντηκοστός στα ουγγρικά - ötvenedik, az ötvenedik, ötvenedétől, ötvenéves
- πεπαλαιωμένος στα ουγγρικά - elavult, kopott, elhasználódott, elhasznált, elhasználódtak, elkopott
- πεποίθηση στα ουγγρικά - elítélés, rábizonyítás, meggyőződés, meggyőződését, meggyőződéssel, meggyőződése
- πεπρωμένο στα ουγγρικά - sors, sorsát, végzet, sorsának, a sors
Τυχαίες λέξεις
Πεπερασμένος στα ουγγρικά - Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά
Μεταφράσεις: elhatárolt, véges, a véges, véges kockázatú, végesek
Μεταφράσεις: elhatárolt, véges, a véges, véges kockázatú, végesek