Ελαφρύνω στα ουγγρικά

Μετάφραση: ελαφρύνω, Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
elgyöngített, lesoványodott, karcsú, elvékonyodott, vékonyult, gyöngített, vékonyuló, elvékonyult, vékonyodó, felhígított, enyhít, guilt, hígít
Ελαφρύνω στα ουγγρικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ελαφρύνω

ελαφρύνω συνωνυμα, ελαφρύνω λεξικό γλώσσας ουγγρικά, ελαφρύνω στα ουγγρικά

Μεταφράσεις

  • ελαττώνω στα ουγγρικά - csáva, bate, csali, lya
  • ελαφρόμυαλος στα ουγγρικά - frivol, kelekótya
  • ελαφρύς στα ουγγρικά - megbántás, fény, könnyű, fényében, világos, fényt
  • ελαφρώς στα ουγγρικά - felszínesen, némileg, kissé, enyhén, valamivel, kicsit
Τυχαίες λέξεις
Ελαφρύνω στα ουγγρικά - Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά
Μεταφράσεις: elgyöngített, lesoványodott, karcsú, elvékonyodott, vékonyult, gyöngített, vékonyuló, elvékonyult, vékonyodó, felhígított, enyhít, guilt, hígít