Χρήσιμος στα ολλανδικά
Μετάφραση: χρήσιμος, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
nuttig, bruikbaar, dienstig, bevorderlijk, nuttige, handig, bruikbare
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: χρήσιμος
χρήσιμος ηλίθιος, χρήσιμος συνώνυμα, χρήσιμος οδηγός, χρήσιμος παιδαγωγία, χρήσιμος συνώνυμο, χρήσιμος λεξικό γλώσσας ολλανδικά, χρήσιμος στα ολλανδικά
Μεταφράσεις
- χρήματα στα ολλανδικά - contant, geld, je geld, geld te, money, van geld
- χρήση στα ολλανδικά - benutten, zetten, plaats, doorvoeren, aandoen, opleggen, toepassen, ...
- χρήστης στα ολλανδικά - verbruiker, gebruiker, user, gebruiksaanwijzing, gebruikers, de gebruiker
- χρίσμα στα ολλανδικά - benoeming, zalving, unction, unctie, de zalving, ziekenzalving
Τυχαίες λέξεις
Χρήσιμος στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: nuttig, bruikbaar, dienstig, bevorderlijk, nuttige, handig, bruikbare
Μεταφράσεις: nuttig, bruikbaar, dienstig, bevorderlijk, nuttige, handig, bruikbare