Τραυματίζω στα ολλανδικά

Μετάφραση: τραυματίζω, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
gewond, beschadigen, verwonding, letsel, nadeel, lijden, kwetsuur, schade, verwonden, aangeschoten, afbreuk, kwetsen, aanschieten, blessure, verwondt, te verwonden
Τραυματίζω στα ολλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: τραυματίζω

τραυματίζω λεξικό γλώσσας ολλανδικά, τραυματίζω στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • τραυλίζω στα ολλανδικά - stotteren, hakkelen, stamelen, gestamel, stammer, gestotter
  • τραυλισμός στα ολλανδικά - lispelen, stotteren, stotterende, het stotteren, stotterend, stotteren te
  • τραυματικός στα ολλανδικά - traumatisch, traumatische, trauma
  • τραυματισμένος στα ολλανδικά - aangeschoten, gewond, gewonden, gewonde, benadeelde, verwond
Τυχαίες λέξεις
Τραυματίζω στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: gewond, beschadigen, verwonding, letsel, nadeel, lijden, kwetsuur, schade, verwonden, aangeschoten, afbreuk, kwetsen, aanschieten, blessure, verwondt, te verwonden