Τετριμμένος στα ολλανδικά
Μετάφραση: τετριμμένος, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
banaal, nietszeggend, gewoontjes, plat, alledaags, afgezaagd, shopworn
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: τετριμμένος
τετριμμένος λεξικο, τετριμμένος translate, τετριμμένος ετυμολογια, τετριμμένος συνώνυμο, τετριμμένος αγγλικα, τετριμμένος λεξικό γλώσσας ολλανδικά, τετριμμένος στα ολλανδικά
Μεταφράσεις
- τετραπλασιάζω στα ολλανδικά - verviervoudigen, viervoudig, vierdubbele, viervoudige, vierpersoonskamers
- τετραπλός στα ολλανδικά - verviervoudigen, viervoudig
- τεφροειδής στα ολλανδικά - asgrauw, tefroeidis
- τεφρώδης στα ολλανδικά - askleurig, asachtig, asachtige, askleurige, ashy
Τυχαίες λέξεις
Τετριμμένος στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: banaal, nietszeggend, gewoontjes, plat, alledaags, afgezaagd, shopworn
Μεταφράσεις: banaal, nietszeggend, gewoontjes, plat, alledaags, afgezaagd, shopworn