Συσσωρεύω στα ολλανδικά
Μετάφραση: συσσωρεύω, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
opeenstapelen, accumuleren, tassen, opeenhopen, opstapelen, ophopen, hoop, heap, berg, hoopje, stapel
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: συσσωρεύω
συσσωρεύω συνώνυμα, συσσωρεύω στα αγγλικα, συσσωρεύω λεξικό γλώσσας ολλανδικά, συσσωρεύω στα ολλανδικά
Μεταφράσεις
- συσσωμάτωμα στα ολλανδικά - compleet, totaal, aggregaat, algeheel, aggregatie, volslagen, totale, ...
- συσσωματώνω στα ολλανδικά - belichamen, te belichamen, belichaming, belichaamt, incarneren
- συσσώρευση στα ολλανδικά - bundel, hoop, samenscholing, kudde, collectie, drift, aggregatie, ...
- συστέλλομαι στα ολλανδικά - verbintenis, overeenkomst, contract, verschrompelen, shrivel, ineenkrimpen, doen rimpelen
Τυχαίες λέξεις
Συσσωρεύω στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: opeenstapelen, accumuleren, tassen, opeenhopen, opstapelen, ophopen, hoop, heap, berg, hoopje, stapel
Μεταφράσεις: opeenstapelen, accumuleren, tassen, opeenhopen, opstapelen, ophopen, hoop, heap, berg, hoopje, stapel