Συναγωγή στα ολλανδικά
Μετάφραση: συναγωγή, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
synagoge, jodenkerk, de synagoge, synagogen, synagoge van
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: συναγωγή
συναγωγή των ιωαννίνων, συναγωγή θερμότητας, συναγωγή μοναστηριωτών θεσσαλονίκη, συναγωγή θεσσαλονίκης, συναγωγή χανιά, συναγωγή λεξικό γλώσσας ολλανδικά, συναγωγή στα ολλανδικά
Μεταφράσεις
- συναίσθημα στα ολλανδικά - emotie, bewogenheid, roersel, ontroering, aandoening, gewaarwording, gevoel, ...
- συναγερμός στα ολλανδικά - vief, druk, alarmeren, onraad, rap, kwiek, levendig, ...
- συναγωνίζομαι στα ολλανδικά - wedijveren, concurreren, meedingen, te concurreren, concurrentie
- συναγωνισμός στα ολλανδικά - rivaal, concours, wedstrijd, mededinger, concurrentie, match, concurrent, ...
Τυχαίες λέξεις
Συναγωγή στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: synagoge, jodenkerk, de synagoge, synagogen, synagoge van
Μεταφράσεις: synagoge, jodenkerk, de synagoge, synagogen, synagoge van