Στέλεχος στα ολλανδικά

Μετάφραση: στέλεχος, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
penis, officier, politieagent, steel, schacht, schrijden, lid, halm, lidmaat, stam, aanhanger, boomstam, stengel, stamcellen, stuurpen
Στέλεχος στα ολλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: στέλεχος

στέλεχος ασφαλείας προσώπων & υποδομών, στέλεχος διοίκησης και οικονομίας στον τομέα του τουρισμού, στέλεχος τεχνολογίας & ελέγχου τροφίμων και ποτών, στέλεχος στα αγγλικά, στέλεχος υπηρεσιών αερομεταφοράς, στέλεχος λεξικό γλώσσας ολλανδικά, στέλεχος στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • στέγνωμα στα ολλανδικά - droog, drogen, droge, een droge, de droge
  • στέκα στα ολλανδικά - keu, CUE, richtsnoer
  • στέλνω στα ολλανδικά - sturen, verzenden, opzenden, versturen, opsturen, zenden
  • στέμμα στα ολλανδικά - kroon, hoogtepunt, top, toppunt, spits, piek, bekronen, ...
Τυχαίες λέξεις
Στέλεχος στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: penis, officier, politieagent, steel, schacht, schrijden, lid, halm, lidmaat, stam, aanhanger, boomstam, stengel, stamcellen, stuurpen