Πυρακτώνομαι στα ολλανδικά
Μετάφραση: πυρακτώνομαι, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
gloeien, vuur, blaken, glans, gloed, temperen, annealen, hybridiseren, uitgloeiing
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: πυρακτώνομαι
πυρακτώνομαι λεξικό γλώσσας ολλανδικά, πυρακτώνομαι στα ολλανδικά
Μεταφράσεις
- πυρήνας στα ολλανδικά - kern, hart, essentie, pit, kern van, belangrijkste, kernactiviteiten, ...
- πυρακτωμένος στα ολλανδικά - glans, gloeiend, gloeiende, glowing, gloeien, het gloeien
- πυραμίδα στα ολλανδικά - piramide, pyramide, piramide van, pyramid, De piramide
- πυρετός στα ολλανδικά - koorts, temperatuur, fever, de koorts
Τυχαίες λέξεις
Πυρακτώνομαι στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: gloeien, vuur, blaken, glans, gloed, temperen, annealen, hybridiseren, uitgloeiing
Μεταφράσεις: gloeien, vuur, blaken, glans, gloed, temperen, annealen, hybridiseren, uitgloeiing