Πυκνός στα ολλανδικά
Μετάφραση: πυκνός, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
gebonden, gesmoord, bot, dicht, troebel, toonloos, dik, dof, lijvig, stomp, dicht struikgewas, gedrongen, thickset, zwaargebouwde, potdichte
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: πυκνός
πυκνός μαστός, πυκνός αντώνυμα, πυκνόσ μετάφραση, πυκνός και λιτός λόγος, πυκνός συνώνυμα, πυκνός λεξικό γλώσσας ολλανδικά, πυκνός στα ολλανδικά
Μεταφράσεις
- πυγμαχώ στα ολλανδικά - doos, slof, boksen, spar, rondhout, langsligger, ligger
- πυκνωτής στα ολλανδικά - condensator, kondensator, de condensator, condensatoren
- πυκνότητα στα ολλανδικά - lijvigheid, dikte, dichtheid, densiteit, density, de dichtheid, dichtheid van
- πυκνώνω στα ολλανδικά - aandikken, verdikken, dikker worden, dikker, indikken
Τυχαίες λέξεις
Πυκνός στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: gebonden, gesmoord, bot, dicht, troebel, toonloos, dik, dof, lijvig, stomp, dicht struikgewas, gedrongen, thickset, zwaargebouwde, potdichte
Μεταφράσεις: gebonden, gesmoord, bot, dicht, troebel, toonloos, dik, dof, lijvig, stomp, dicht struikgewas, gedrongen, thickset, zwaargebouwde, potdichte