Προλογίζω στα ολλανδικά
Μετάφραση: προλογίζω, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
introductie, voorbericht, voorwoord, inleiding, voorrede, Woord vooraf
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: προλογίζω
προλογίζω λεξικό γλώσσας ολλανδικά, προλογίζω στα ολλανδικά
Μεταφράσεις
- προλαμβάνω στα ολλανδικά - vooruitlopen, prejudiciëren, anticiperen, voorkomen, verhinderen, te voorkomen
- προληπτικός στα ολλανδικά - bijgelovig, preventieve, preventief, preventie, de preventieve, van preventieve
- προμήθεια στα ολλανδικά - proviandering, afleveren, bevoorrading, bestellen, provisie, bevoorraden, toevoeren, ...
- προμήνυμα στα ολλανδικά - teken, voorbode, omen, voorteken, voorteken is
Τυχαίες λέξεις
Προλογίζω στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: introductie, voorbericht, voorwoord, inleiding, voorrede, Woord vooraf
Μεταφράσεις: introductie, voorbericht, voorwoord, inleiding, voorrede, Woord vooraf