Πούπουλο στα ολλανδικά

Μετάφραση: πούπουλο, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
laag, nesthaar, dons, neerslachtig, waas, veer, veren, feather, veertje, pen
Πούπουλο στα ολλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: πούπουλο

πάπλωμα πούπουλο, πούπουλο στα αγγλικά, πούπουλο θεσσαλονίκη, μπουφαν πούπουλο, επίστρωμα πούπουλο, πούπουλο λεξικό γλώσσας ολλανδικά, πούπουλο στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • πούλμαν στα ολλανδικά - trainen, coachen, onderwijzen, opvoeden, bus, autobus, rijtuig, ...
  • πούντα στα ολλανδικά - kou, kil, verkoudheid, koud, koude, punta, in Punta, ...
  • πούσι στα ολλανδικά - damp, floers, nevel, mist, de mist, fog, sluier
  • πράγμα στα ολλανδικά - stuk, deel, onderwerp, mikpunt, spul, zaak, voorwerp, ...
Τυχαίες λέξεις
Πούπουλο στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: laag, nesthaar, dons, neerslachtig, waas, veer, veren, feather, veertje, pen