Οργιά στα ολλανδικά

Μετάφραση: οργιά, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
doorgronden, vadem, peilen, Fathom, van Fathom
Οργιά στα ολλανδικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: οργιά

οργιά λεξικό γλώσσας ολλανδικά, οργιά στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • οργανίστας στα ολλανδικά - organist, organiste, als organist, organist van
  • οργανικός στα ολλανδικά - organisch, organiek, organische, biologische, Organic, biologisch
  • οργισμένος στα ολλανδικά - doldriftig, boos, kwaad, nijdig, verwoed, razend, woest, ...
  • οργωτής στα ολλανδικά - orgotis
Τυχαίες λέξεις
Οργιά στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: doorgronden, vadem, peilen, Fathom, van Fathom