Ξαπλώνω στα ολλανδικά

Μετάφραση: ξαπλώνω, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
zetten, plaatsen, ballade, vlijen, neerleggen, leggen, leugen, liggen, liegen, lig, lie
Ξαπλώνω στα ολλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ξαπλώνω

ξαπλώνω κομμάτια, ξαπλώνω στον καναπέ και αναλογίζομαι την ζωή μου, ξαπλώνω ονειροκρίτης, ξαπλώνω στα αγγλικά, ξαπλώνω αγγλικα, ξαπλώνω λεξικό γλώσσας ολλανδικά, ξαπλώνω στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • ξανασυμβαίνω στα ολλανδικά - xanasymvaino
  • ξανθός στα ολλανδικά - helderheid, jaarbeurs, vaal, paal, verbleekt, aansteken, aansteker, ...
  • ξαφνιάζω στα ολλανδικά - verrassing, verrassen, verbazing, verrast, surprise
  • ξαφνικά στα ολλανδικά - opeens, ineens, plotseling, plots, eensklaps
Τυχαίες λέξεις
Ξαπλώνω στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: zetten, plaatsen, ballade, vlijen, neerleggen, leggen, leugen, liggen, liegen, lig, lie