Κολλάρισμα στα ολλανδικά

Μετάφραση: κολλάρισμα, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
dressing, verband, kleedkamer, kleedruimte, kleden
Κολλάρισμα στα ολλανδικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: κολλάρισμα

κολλάρισμα δαντέλας, κολλάρισμα πλεκτών, κολλάρισμα κεντημάτων, κολλάρισμα ρούχων, κολλάρισμα χαλιών, κολλάρισμα λεξικό γλώσσας ολλανδικά, κολλάρισμα στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • κολιγιά στα ολλανδικά - crofters, onderpachters, keuterboeren, van Crofters, keuters
  • κολικός στα ολλανδικά - koliek, kolieken, darmkrampjes, colic, krampjes
  • κολλαρίζω στα ολλανδικά - stijfsel, zetmeel, kollarizo
  • κολλητικός στα ολλανδικά - aanstekelijk, besmettelijk, verpestend, kleverig, plakkerig, besmettelijke, infectieuze, ...
Τυχαίες λέξεις
Κολλάρισμα στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: dressing, verband, kleedkamer, kleedruimte, kleden