Εξασθένηση στα ολλανδικά
Μετάφραση: εξασθένηση, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
achteruitgang, verval, daling, daling van, afname
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: εξασθένηση
εξασθένηση συνώνυμο, εξασθένηση των σφιγκτήρων μυών, εξασθένηση μνήμης, εξασθένηση της στιβάδας του όζοντος, εξασθένηση ήχου, εξασθένηση λεξικό γλώσσας ολλανδικά, εξασθένηση στα ολλανδικά
Μεταφράσεις
- εξαρθρώνω στα ολλανδικά - ontwrichten, verstuiken, verrekken, te ontwrichten, dislocate, ontwricht
- εξαρτώμαι στα ολλανδικά - afhangen, afhankelijk zijn, hangen, vertrouwen, afhankelijk
- εξασκώ στα ολλανδικά - oefenen, drillen, praktijk, beoefening, de praktijk, praktijken, practice
- εξασφαλίζω στα ολλανδικά - waarborgen, verzekeren, beveiligen, ik, I, mij, me
Τυχαίες λέξεις
Εξασθένηση στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: achteruitgang, verval, daling, daling van, afname
Μεταφράσεις: achteruitgang, verval, daling, daling van, afname