Διίσταμαι στα ολλανδικά
Μετάφραση: διίσταμαι, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
afwijken, uiteenlopen, verschillen, divergeren, uiteen
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: διίσταμαι
διίσταμαι αγγλικα, διίσταμαι λεξικό γλώσσας ολλανδικά, διίσταμαι στα ολλανδικά
Μεταφράσεις
- διέπω στα ολλανδικά - besturen, aanvoeren, heersen, regeren, Diepo
- διήθηση στα ολλανδικά - filtratie, filtreren, middel van filtratie, filtering
- δια στα ολλανδικά - door, van, bij, op, per
- διαίρεση στα ολλανδικά - divisie, verdeling, legerafdeling, deling, afdeling, verdeeldheid
Τυχαίες λέξεις
Διίσταμαι στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: afwijken, uiteenlopen, verschillen, divergeren, uiteen
Μεταφράσεις: afwijken, uiteenlopen, verschillen, divergeren, uiteen