Γεννητικός στα ολλανδικά

Μετάφραση: γεννητικός, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
seksueel, generatief, generatieve, de generatieve, voortbrengende, generative
Γεννητικός στα ολλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: γεννητικός

γεννητικός έρπης συμπτώματα, γεννητικός έρπης φωτογραφιες, γεννητικός κύκλος, γεννητικός έρπης θεραπεία, γεννητικός ερπης, γεννητικός λεξικό γλώσσας ολλανδικά, γεννητικός στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • γενναιόδωρος στα ολλανδικά - gul, genereus, goedgeefs, mild, vrijgevig, scheutig, royaal, ...
  • γενναιότητα στα ολλανδικά - dapperheid, lef, durf, moed, de moed
  • γεννοβολώ στα ολλανδικά - opkweken, kikkerdril, opfokken, voortbrengen, kuit, creëren, viskuit, ...
  • γεννώ στα ολλανδικά - viskuit, uitstaan, lijden, kuit, kiemen, uithouden, doorstaan, ...
Τυχαίες λέξεις
Γεννητικός στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: seksueel, generatief, generatieve, de generatieve, voortbrengende, generative