Βέργα στα ολλανδικά

Μετάφραση: βέργα, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
schacht, paal, stokje, pijp, staf, spitsroede, roede, baar, stang, gard, wilgeteen, withe, knutselen met, knutselen
Βέργα στα ολλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: βέργα

βέργα καλαμάτα, βέργα μέτρησης πετρελαίου, βέργα κουρτίνας ντους, βέργα κουρτίνας μπάνιου, βέργα ντουσ, βέργα λεξικό γλώσσας ολλανδικά, βέργα στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • βέβαιος στα ολλανδικά - vaststaand, verzekerd, stellig, zeker, vast, gewis, ervoor, ...
  • βέλος στα ολλανδικά - scheut, pijl, arrow, pijl van, pijl van het
  • βέσπα στα ολλανδικά - scooter, autoped, scootmobiel, step, scooters
  • βήμα στα ολλανδικά - opstap, treden, stap, mate, schrijden, lopen, trede, ...
Τυχαίες λέξεις
Βέργα στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: schacht, paal, stokje, pijp, staf, spitsroede, roede, baar, stang, gard, wilgeteen, withe, knutselen met, knutselen