Ανύψωση στα ολλανδικά

Μετάφραση: ανύψωση, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
opvoeding, topje, toppunt, kroon, kruin, piek, vergroting, summum, neus, spits, tip, hoogtepunt, elevatie, verheffing, hoogte, verhoging, aanzicht
Ανύψωση στα ολλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ανύψωση

ανύψωση ασθενών, ανύψωση φορτίων, ανύψωση διαφράγματος, ανύψωση τιμίου σταυρού, ανύψωση αντώνυμο, ανύψωση λεξικό γλώσσας ολλανδικά, ανύψωση στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • ανόητος στα ολλανδικά - onzinnig, zinloos, dwaas, gek, voor de gek houden, de gek houden, voor de gek
  • ανύπαντρος στα ολλανδικά - één, enkel, enig, een, ongetrouwd, ongehuwd, alleen, ...
  • ανώδυνος στα ολλανδικά - pijnloos, pijnloze
  • ανώμαλα στα ολλανδικά - abnormaal, abnormale, een abnormaal, ongewoon
Τυχαίες λέξεις
Ανύψωση στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: opvoeding, topje, toppunt, kroon, kruin, piek, vergroting, summum, neus, spits, tip, hoogtepunt, elevatie, verheffing, hoogte, verhoging, aanzicht