Αντιπαθητικός στα ολλανδικά

Μετάφραση: αντιπαθητικός, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
afstotelijk, obsceen, weerzinwekkend, vuil, ongunstig, niet innemend, innemend, onaanzienlijk, unprepossessing
Αντιπαθητικός στα ολλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: αντιπαθητικός

αντιπαθητικόσ και δυσάρεστοσ άνθρωποσ, αντιπαθητικός συνώνυμο, αντιπαθητικός λεξικό γλώσσας ολλανδικά, αντιπαθητικός στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • αντιμετώπιση στα ολλανδικά - confrontatie, de confrontatie, confrontaties
  • αντιπάθεια στα ολλανδικά - afkeer, tegenzin, hekel, antipathie, de antipathie, afkeer van, antipathy
  • αντιπαθώ στα ολλανδικά - tegenzin, hekel, afkeer, verafschuwen, verfoeien, verafschuw, een hekel
  • αντιπαράθεση στα ολλανδικά - wedstrijd, concours, concurrentie, match, naast elkaar plaatsing, juxtapositie, naast elkaar, ...
Τυχαίες λέξεις
Αντιπαθητικός στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: afstotelijk, obsceen, weerzinwekkend, vuil, ongunstig, niet innemend, innemend, onaanzienlijk, unprepossessing