Κυμαίνομαι στα λιθουανικά
Μετάφραση: κυμαίνομαι, Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
svyruoti, svyruoja, svyruos, kisti, kinta
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: κυμαίνομαι
κυμαίνομαι συνώνυμο, κυμαίνομαι συνώνυμα, κυμαίνομαι λεξικό γλώσσας λιθουανικά, κυμαίνομαι στα λιθουανικά
Μεταφράσεις
- κυλώ στα λιθουανικά - srovė, vija, rulonas, srautas, ritinys, vyniotinis, Roll, ...
- κυμάτισμα στα λιθουανικά - banguotas, banguoti, banguota, banguotos, banguotais
- κυματισμός στα λιθουανικά - Bangavimas, banguotumas, bangavimas tai pagreitėja, undulation
- κυνήγι στα λιθουανικά - medžioklė, medžioklės, medžioti, medžioklę, medžiojama
Τυχαίες λέξεις
Κυμαίνομαι στα λιθουανικά - Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Μεταφράσεις: svyruoti, svyruoja, svyruos, kisti, kinta
Μεταφράσεις: svyruoti, svyruoja, svyruos, kisti, kinta