Κατασκοπεύω στα λιθουανικά
Μετάφραση: κατασκοπεύω, Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
šnipas, šniukštinėti, Snoop, landžioti, Mišrieji kitų verslo
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: κατασκοπεύω
κατασκοπεύω συνώνυμα, κατασκοπεύω λεξικό γλώσσας λιθουανικά, κατασκοπεύω στα λιθουανικά
Μεταφράσεις
- κατασκευαστής στα λιθουανικά - prodiuseris, gamintojas, gamintoją, gamintojo, Apie gamintoją
- κατασκοπεία στα λιθουανικά - špionažas, šnipinėjimas, šnipinėjimo, šnipinėjimu, šnipinėjimą, Szpiegostwo
- κατασπαταλώ στα λιθουανικά - švaistomi, iššvaistoma, veltui, iššvaistytos, iššvaistyti
- καταστέλλω στα λιθουανικά - nuslopinti, slopinti, malšinti, suvaldyti, numalšinti
Τυχαίες λέξεις
Κατασκοπεύω στα λιθουανικά - Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Μεταφράσεις: šnipas, šniukštinėti, Snoop, landžioti, Mišrieji kitų verslo
Μεταφράσεις: šnipas, šniukštinėti, Snoop, landžioti, Mišrieji kitų verslo