Εξασθένηση στα λιθουανικά
Μετάφραση: εξασθένηση, Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
žala, mažėjimas, nuosmukis, sumažėjimas, nuosmukį, nuosmukio
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: εξασθένηση
εξασθένηση συνώνυμο, εξασθένηση των σφιγκτήρων μυών, εξασθένηση μνήμης, εξασθένηση της στιβάδας του όζοντος, εξασθένηση ήχου, εξασθένηση λεξικό γλώσσας λιθουανικά, εξασθένηση στα λιθουανικά
Μεταφράσεις
- εξαρθρώνω στα λιθουανικά - išsinarinti, išnirti, nykstelėti, išsisukti, Dyslokować
- εξαρτώμαι στα λιθουανικά - priklausyti, priklauso, priklausys, priklauso nuo, priklausys nuo
- εξασκώ στα λιθουανικά - praktika, praktikos, praktiką, patirtis
- εξασφαλίζω στα λιθουανικά - Aš, I, man, Turiu
Τυχαίες λέξεις
Εξασθένηση στα λιθουανικά - Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Μεταφράσεις: žala, mažėjimas, nuosmukis, sumažėjimas, nuosmukį, nuosmukio
Μεταφράσεις: žala, mažėjimas, nuosmukis, sumažėjimas, nuosmukį, nuosmukio