Ελίσσομαι στα λιθουανικά
Μετάφραση: ελίσσομαι, Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
vingiuoti, meandrinės, meandro, meander Straipsnis iš Wiktionary, meandra
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ελίσσομαι
ελίσσομαι english, ελίσσομαι συνώνυμο, εξελίσσομαι english, ελίσσομαι λεξικό γλώσσας λιθουανικά, ελίσσομαι στα λιθουανικά
Μεταφράσεις
- ελέγχω στα λιθουανικά - analizė, egzaminas, tikrinti, auditas, revizija, patikrinti, patikrinkite
- ελέφαντας στα λιθουανικά - dramblys, Elephant, dramblio, dramblių
- ελίτ στα λιθουανικά - elitas, Elite, elito, prabangių, elitą
- ελαστικός στα λιθουανικά - elastingas, elastinga, elastinės, elastinis, elastinė
Τυχαίες λέξεις
Ελίσσομαι στα λιθουανικά - Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Μεταφράσεις: vingiuoti, meandrinės, meandro, meander Straipsnis iš Wiktionary, meandra
Μεταφράσεις: vingiuoti, meandrinės, meandro, meander Straipsnis iš Wiktionary, meandra