Ανακωχή στα λιθουανικά
Μετάφραση: ανακωχή, Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
paliaubos, paliaubų, pasiektos paliaubos, keliu pasiektos paliaubos, galas
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ανακωχή
ανακωχή ετυμολογία, ανακωχή μούδρου, ανακωχή μουδανιών, ανακωχή αγγλικά, ανακωχή χριστουγέννων 1914, ανακωχή λεξικό γλώσσας λιθουανικά, ανακωχή στα λιθουανικά
Μεταφράσεις
- ανακριτικός στα λιθουανικά - inkvizicinis, Inkvizitora, Inkwizytorski, Ziņkārīgs, Inkvizīcijas
- ανακτώ στα λιθουανικά - susigrąžinti, atsigauti, išieškoti, atgauti, susigrąžina
- ανακόπτω στα λιθουανικά - čekis, tikrinimas, tikrinti, išbandyti, derėti, tikti, stiebas, ...
- ανακύκλωση στα λιθουανικά - perdirbimas, perdirbimo, antrinio panaudojimo, perdirbimą, perdirbti
Τυχαίες λέξεις
Ανακωχή στα λιθουανικά - Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Μεταφράσεις: paliaubos, paliaubų, pasiektos paliaubos, keliu pasiektos paliaubos, galas
Μεταφράσεις: paliaubos, paliaubų, pasiektos paliaubos, keliu pasiektos paliaubos, galas