Πολλαπλασιάζω στα κροατικά
Μετάφραση: πολλαπλασιάζω, Λεξικό: ελληνικά » κροατικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
κροατικά
Μεταφράσεις:
uvećati, pomnožiti, umnožiti, množiti, pomnožite, množite
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: πολλαπλασιάζω
πολλαπλασιάζω με διάφορους τρόπους, πολλαπλασιάζω με τριψήφιο πολλαπλασιαστή, πολλαπλασιάζω και διαιρώ δ δημοτικού, πολλαπλασιάζω στα αγγλικα, πολλαπλασιάζω και διαιρώ, πολλαπλασιάζω λεξικό γλώσσας κροατικά, πολλαπλασιάζω στα κροατικά
Μεταφράσεις
- πολιτιστικός στα κροατικά - kulturni, kulturno, kulturna, kulturne, kulturnog
- πολλά στα κροατικά - mnoštva, obilje, mnogo, mnoštvo, dosta, izobilje, puno, ...
- πολλαπλασιασμός στα κροατικά - množenje, razmnožavanje, umnožavanje, množenja, umnažanje, umnožak
- πολλαπλός στα κροατικά - višestruk, prijepis, djeljiv, mnogostruk, višestruke, cjevovodi, spojen, ...
Τυχαίες λέξεις
Πολλαπλασιάζω στα κροατικά - Λεξικό: ελληνικά » κροατικά
Μεταφράσεις: uvećati, pomnožiti, umnožiti, množiti, pomnožite, množite
Μεταφράσεις: uvećati, pomnožiti, umnožiti, množiti, pomnožite, množite