Ανύψωση στα κροατικά
Μετάφραση: ανύψωση, Λεξικό: ελληνικά » κροατικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
κροατικά
Μεταφράσεις:
povišenje, nagib, visina, Povišenje, nadmorska visina, uzdizanje, podizanje
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ανύψωση
ανύψωση ασθενών, ανύψωση φορτίων, ανύψωση διαφράγματος, ανύψωση τιμίου σταυρού, ανύψωση αντώνυμο, ανύψωση λεξικό γλώσσας κροατικά, ανύψωση στα κροατικά
Μεταφράσεις
- ανόητος στα κροατικά - besmislen, mrtav, glup, budala, budalu, zavarati, prevariti, ...
- ανύπαντρος στα κροατικά - sam, samac, jedinstvene, jednostruko, jednim, neoženjen, neudana, ...
- ανώδυνος στα κροατικά - bezbolna, bezbolan, bezbolno, bezbolni, bezbolne
- ανώμαλα στα κροατικά - nenormalno, abnormalno, neuobičajeno, abnormally, neprimjereno
Τυχαίες λέξεις
Ανύψωση στα κροατικά - Λεξικό: ελληνικά » κροατικά
Μεταφράσεις: povišenje, nagib, visina, Povišenje, nadmorska visina, uzdizanje, podizanje
Μεταφράσεις: povišenje, nagib, visina, Povišenje, nadmorska visina, uzdizanje, podizanje