Ύψος στα ιταλικά
Μετάφραση: ύψος, Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
colmo, vetta, apice, statura, quota, culmine, elevazione, altura, vertice, cima, altezza, l'altezza, in altezza, altezza di, di altezza
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ύψος
ύψος λιάγκα, ύψος διάσημων, ύψος αποζημίωσης δικαστικών αντιπροσώπων 2014, ύψος εκλογικής αποζημίωσης δικαστικών αντιπροσώπων 2014, ύψος παιδιών, ύψος λεξικό γλώσσας ιταλικά, ύψος στα ιταλικά
Μεταφράσεις
- ύφος στα ιταλικά - voga, moda, stile, maniera, modo, foggia, in stile, ...
- ύψιστος στα ιταλικά - estremo, massimo, più alto, più alta, alto, massima
- ύψωση στα ιταλικά - salire, aumentare, aumento, crescere, sorgere
- ώθηση στα ιταλικά - spinta, spingere, propulsione, impulso, di spinta, reggispinta, la spinta, ...
Τυχαίες λέξεις
Ύψος στα ιταλικά - Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά
Μεταφράσεις: colmo, vetta, apice, statura, quota, culmine, elevazione, altura, vertice, cima, altezza, l'altezza, in altezza, altezza di, di altezza
Μεταφράσεις: colmo, vetta, apice, statura, quota, culmine, elevazione, altura, vertice, cima, altezza, l'altezza, in altezza, altezza di, di altezza