Ρέω στα ιταλικά

Μετάφραση: ρέω, Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
flusso, corrente, grondare, ruscello, profluvio, portata, fluire, scorrere, circolare
Ρέω στα ιταλικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ρέω

ρέω αρχικοί χρόνοι, ρέω συνώνυμα, ρέω γραμματική, εκδόσεις ρέω, ρέω έρεα, ρέω λεξικό γλώσσας ιταλικά, ρέω στα ιταλικά

Μεταφράσεις

  • ρέλι στα ιταλικά - frontiera, bordo, ciglione, sponda, limitrofo, orlo, lembo, ...
  • ρέψιμο στα ιταλικά - ruttare, eruttare, eruttazione, eruttazioni, belching, erutta, eruttando
  • ρήγας στα ιταλικά - re, matrimoniale, matrimnl King, king, il re
  • ρήγμα στα ιταλικά - breccia, rottura, spaccatura, frattura, rift, della Rift, del Rift
Τυχαίες λέξεις
Ρέω στα ιταλικά - Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά
Μεταφράσεις: flusso, corrente, grondare, ruscello, profluvio, portata, fluire, scorrere, circolare