Πρόσμειξη στα ιταλικά
Μετάφραση: πρόσμειξη, Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
impurità, impurezza, di impurità, impurezze, l'impurità
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: πρόσμειξη
πρόσμειξη λεξικό γλώσσας ιταλικά, πρόσμειξη στα ιταλικά
Μεταφράσεις
- πρόσκοπος στα ιταλικά - ricognitore, esploratore, Scout, responsabile sopraluoghi, osservatore, sopraluoghi
- πρόσληψη στα ιταλικά - reclutamento, occupazione, lavoro, dell'occupazione, l'occupazione, di lavoro
- πρόσοδος στα ιταλικά - vitalizio, annualità, rendita, rendite, di rendita
- πρόσοψη στα ιταλικά - facciata, fronte, davanti, anteriore, di facciata, facciata in, di facciata in, ...
Τυχαίες λέξεις
Πρόσμειξη στα ιταλικά - Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά
Μεταφράσεις: impurità, impurezza, di impurità, impurezze, l'impurità
Μεταφράσεις: impurità, impurezza, di impurità, impurezze, l'impurità