Πικρόχολος στα ιταλικά

Μετάφραση: πικρόχολος, Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
irritabile, imbronciato, cupo, morose, cupa, scontroso
Πικρόχολος στα ιταλικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: πικρόχολος

πικρόχολοσ συνώνυμα, πικρόχολος λεξικο, πικρόχολος λεξικό γλώσσας ιταλικά, πικρόχολος στα ιταλικά

Μεταφράσεις

  • πικρία στα ιταλικά - asprezza, amarezza, amaro, amarezze, l'amarezza, rancore
  • πικρός στα ιταλικά - amarezza, acerbo, amaro, accanito, acre, amara, amarognolo, ...
  • πιλοτάρω στα ιταλικά - pilotare, pilota, navigare, vai, passare, spostarsi, navigazione
  • πιλότος στα ιταλικά - pilotare, pilota, pilota di, pilot, pilotaggio
Τυχαίες λέξεις
Πικρόχολος στα ιταλικά - Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά
Μεταφράσεις: irritabile, imbronciato, cupo, morose, cupa, scontroso