Περιστρέφω στα ιταλικά
Μετάφραση: περιστρέφω, Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
ruotare, girare, aggirarsi, roteare, rigirarsi, slue, moltitudine, palude, girarsi
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: περιστρέφω
περιστρέφω λεξικό γλώσσας ιταλικά, περιστρέφω στα ιταλικά
Μεταφράσεις
- περιστολή στα ιταλικά - ribasso, limitazione, diminuzione, riduzione, riduzione del, la riduzione, di riduzione
- περιστρέφομαι στα ιταλικά - aggirarsi, ruotare, girare, roteare, gyrate, turbinare, che fanno gesti
- περιστρεφόμενος στα ιταλικά - girevole, rotante, rotazione, rotanti, ruotando
- περιστροφή στα ιταλικά - rotazione, di rotazione, la rotazione, rotazione del, rotazione di
Τυχαίες λέξεις
Περιστρέφω στα ιταλικά - Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά
Μεταφράσεις: ruotare, girare, aggirarsi, roteare, rigirarsi, slue, moltitudine, palude, girarsi
Μεταφράσεις: ruotare, girare, aggirarsi, roteare, rigirarsi, slue, moltitudine, palude, girarsi