Πεπερασμένος στα ιταλικά
Μετάφραση: πεπερασμένος, Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
finito, finita, finiti, definita, limitata
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: πεπερασμένος
πεπερασμένος λεξικό, πεπερασμένος σημασια, πεπερασμένος αριθμός, πεπερασμένος ορισμός, πεπερασμένος χρόνος, πεπερασμένος λεξικό γλώσσας ιταλικά, πεπερασμένος στα ιταλικά
Μεταφράσεις
- πεντηκοστός στα ιταλικά - cinquantesimo, cinquantenario, cinquantesima, cinquant'anni, il cinquantesimo
- πεπαλαιωμένος στα ιταλικά - antiquato, consumati, usurati, consumato, usurata, usurato
- πεποίθηση στα ιταλικά - fede, condanna, convinzione, convincimento, la convinzione, convinto
- πεπρωμένο στα ιταλικά - destino, sorte, fato, il destino, destini, sorti
Τυχαίες λέξεις
Πεπερασμένος στα ιταλικά - Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά
Μεταφράσεις: finito, finita, finiti, definita, limitata
Μεταφράσεις: finito, finita, finiti, definita, limitata