Ευμετάβλητος στα ιταλικά
Μετάφραση: ευμετάβλητος, Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
mutevole, mutabile, mutevoli, mutabili, mutable
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ευμετάβλητος
ευμετάβλητος/η, ευμετάβλητος λεξικο, ευμετάβλητος αγγλικα, ευμετάβλητος σημασια, ευμετάβλητοσ συνώνυμο, ευμετάβλητος λεξικό γλώσσας ιταλικά, ευμετάβλητος στα ιταλικά
Μεταφράσεις
- ευλύγιστος στα ιταλικά - pieghevole, elastico, arrendevole, flessibile, agile, limber, agili, ...
- ευμενής στα ιταλικά - benevolo, favorevole, caritatevole, propizio, propizia, propizie, propizi
- ευμεταβλησία στα ιταλικά - incertezza, evmetavlisia
- ευνουχισμός στα ιταλικά - castrazione, la castrazione, di castrazione, della castrazione
Τυχαίες λέξεις
Ευμετάβλητος στα ιταλικά - Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά
Μεταφράσεις: mutevole, mutabile, mutevoli, mutabili, mutable
Μεταφράσεις: mutevole, mutabile, mutevoli, mutabili, mutable