Αεροπλάνο στα ιταλικά
Μετάφραση: αεροπλάνο, Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
velivolo, aeroplano, piano, aereo, piano di, livello
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: αεροπλάνο
αεροπλάνο προσγειώθηκε 35 χρόνια μετά την εξαφάνιση του, αεροπλάνο malaysia airlines, αεροπλάνο malaysia, αεροπλάνο μαλαισιανών αερογραμμών, αεροπλάνο μαλαισίας, αεροπλάνο λεξικό γλώσσας ιταλικά, αεροπλάνο στα ιταλικά
Μεταφράσεις
- αεροναύτης στα ιταλικά - aeronauta, Aeronaut, dell'aeronauta, all'aeronauta, areonauta
- αεροπειρατεία στα ιταλικά - rapire, dirottamento, hijacking, sequestro, dirottamenti, dirottamento di
- αεροπορία στα ιταλικά - aviazione, dell'aviazione, aeronautica, trasporto aereo, aerea
- αεροπόρος στα ιταλικά - aviatore, pilota, aviator, da aviatore, dell'aviatore
Τυχαίες λέξεις
Αεροπλάνο στα ιταλικά - Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά
Μεταφράσεις: velivolo, aeroplano, piano, aereo, piano di, livello
Μεταφράσεις: velivolo, aeroplano, piano, aereo, piano di, livello