Ωριμάζω στα ισπανικά
Μετάφραση: ωριμάζω, Λεξικό: ελληνικά » ισπανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
maduro, madurar, madura, maduros, maduras, madurez
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ωριμάζω
ωριμάζω συνώνυμα, ωριμάζω ωρίμανση, ωριμάζω λεξικό γλώσσας ισπανικά, ωριμάζω στα ισπανικά
Μεταφράσεις
- ωραίος στα ισπανικά - bonito, gentil, gustoso, hermoso, agradable, guapo, mono, ...
- ωριαίος στα ισπανικά - horario, cada hora, hora, por hora, horaria
- ωριμότητα στα ισπανικά - sazón, madurez, vencimiento, la madurez, de vencimiento, maduración
- ωρύομαι στα ισπανικά - bramido, rugido, mugir, roncar, bramar, gritar, grito, ...
Τυχαίες λέξεις
Ωριμάζω στα ισπανικά - Λεξικό: ελληνικά » ισπανικά
Μεταφράσεις: maduro, madurar, madura, maduros, maduras, madurez
Μεταφράσεις: maduro, madurar, madura, maduros, maduras, madurez