Δεσποτικός στα ισπανικά
Μετάφραση: δεσποτικός, Λεξικό: ελληνικά » ισπανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
autócrata, despótico, imperioso, maestro, dominante, magistral, maestra, maestría
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: δεσποτικός
δεσποτικός συνώνυμο, δεσποτικός σημασία, δεσποτικός θρόνος, δεσποτικός ορισμός, δεσποτικός λεξικό γλώσσας ισπανικά, δεσποτικός στα ισπανικά
Μεταφράσεις
- δεσμός στα ισπανικά - asunto, caso, vínculo, traba, negocio, enlace, fianza, ...
- δεσποινίς στα ισπανικά - errar, marrar, muchacha, señorita, perder, mademoiselle, la señorita
- δεσπόζω στα ισπανικά - preponderar, gobernar, predominar, dominar, overtop, rebasen, sobrepasan a, ...
- δευτερεύων στα ισπανικά - secundario, secundaria, secundarios, Secondary, secundarias
Τυχαίες λέξεις
Δεσποτικός στα ισπανικά - Λεξικό: ελληνικά » ισπανικά
Μεταφράσεις: autócrata, despótico, imperioso, maestro, dominante, magistral, maestra, maestría
Μεταφράσεις: autócrata, despótico, imperioso, maestro, dominante, magistral, maestra, maestría