Κατάπληξη στα ισλανδικά
Μετάφραση: κατάπληξη, Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
skelfing
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: κατάπληξη
κατάπληξη λεξικό, κατάπληξη συνώνυμα, κατάπληξη λεξικό γλώσσας ισλανδικά, κατάπληξη στα ισλανδικά
Μεταφράσεις
- κατάλυμα στα ισλανδικά - húsrúm, aðbúnaður, gisting, Herbergisfél, gistingu, húsnæði, gistirými
- κατάλυση στα ισλανδικά - efnahvarfa, Catalysis
- κατάρα στα ισλανδικά - bölvun, formæling, bölvunin, bölva, sú bölvun
- κατάργηση στα ισλανδικά - afnám, niðurfellingu, afnámi
Τυχαίες λέξεις
Κατάπληξη στα ισλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Μεταφράσεις: skelfing
Μεταφράσεις: skelfing