Διπλωμάτης στα ισλανδικά

Μετάφραση: διπλωμάτης, Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
erindreki, stjórnmálamaður, ríkiserindreki, sendiráðum
Διπλωμάτης στα ισλανδικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: διπλωμάτης

γυναίκα διπλωμάτης, ελληνίδα διπλωμάτης, ολλανδός διπλωμάτης, διπλωμάτης ορισμός, διπλωμάτης μισθός, διπλωμάτης λεξικό γλώσσας ισλανδικά, διπλωμάτης στα ισλανδικά

Μεταφράσεις

  • διπλασιάζω στα ισλανδικά - tvöfalda, geminate
  • διπλοκατοικία στα ισλανδικά - duplex, Tvíhliða, íbúð, tvíátta
  • διπλωματία στα ισλανδικά - erindrekstri, ríkjasamskipti, Diplomacy, samningaviðræður, utanríkisþjónustunni
  • διπλωματικός στα ισλανδικά - diplómatísk, diplómatískum, diplómatíska, diplómatískur, diplómatískar
Τυχαίες λέξεις
Διπλωμάτης στα ισλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Μεταφράσεις: erindreki, stjórnmálamaður, ríkiserindreki, sendiráðum