Απαλλοτρίωση στα ισλανδικά

Μετάφραση: απαλλοτρίωση, Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
eignarnám, eignarnámi, eignarnámi og
Απαλλοτρίωση στα ισλανδικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: απαλλοτρίωση

απαλλοτρίωση αναγνώριση δικαιούχου, απαλλοτρίωση ορισμός, απαλλοτρίωση english, απαλλοτρίωση στα αγγλικά, απαλλοτρίωση συνώνυμο, απαλλοτρίωση λεξικό γλώσσας ισλανδικά, απαλλοτρίωση στα ισλανδικά

Μεταφράσεις

  • απαλλαγή στα ισλανδικά - undanþága, undanþágu, undanþágan, undanþágur
  • απαλλαγμένος στα ισλανδικά - frjáls, ókeypis, frítt, án, frjálst
  • απαλός στα ισλανδικά - mjúkur, mjúk, mjúkt, mjúka, mjúkum
  • απανθρωπιά στα ισλανδικά - grimmd, miskunnarlaust, miskunnarlaust og
Τυχαίες λέξεις
Απαλλοτρίωση στα ισλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Μεταφράσεις: eignarnám, eignarnámi, eignarnámi og