Φαινομενικός στα εσθονικά
Μετάφραση: φαινομενικός, Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
nähtav, ilmne, näiv, ilmneb, nähtub
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: φαινομενικός
φαινομενικός όγκος κατανομής, φαινομενικός συνώνυμο, φαινομενικός συνώνυμα, φαινομενικός αγγλικα, φαινομενικός λεξικό γλώσσας εσθονικά, φαινομενικός στα εσθονικά
Μεταφράσεις
- φαιδρός στα εσθονικά - ülilõbus, lõbus, ei, lustlik, naerutav, rõõmus, rõõmsameelne, ...
- φαινομενικά στα εσθονικά - näiliselt, märgatavalt, ilmselt, teeseldult, väidetavalt, pealtnäha, näilikult
- φαιός στα εσθονικά - hall, halli, hallid, grey, hallide
- φακές στα εσθονικά - läätsed, läätsede, läätsesid, läätsedest, läätsi
Τυχαίες λέξεις
Φαινομενικός στα εσθονικά - Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά
Μεταφράσεις: nähtav, ilmne, näiv, ilmneb, nähtub
Μεταφράσεις: nähtav, ilmne, näiv, ilmneb, nähtub